- επικλονώ
- ἐπικλονῶ, -έω (Α)1. συνταράσσω κάποιον («θρασέες γὰρ ἐπεκλονέεσκον ἔρωτες», Απολλ. Ρόδ.)2. διεγείρω, παροξύνω3. παθ. ἐπικλονοῡμαι, -έομαιορμώ με θόρυβο, προχωρώ ορμητικά («ὄπισθεν ἐπεκλονέοντο γυναῑκες, γηθόσυναι ξείνῳ», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλονώ «εμβάλλω, ταράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.